- αμάλγαμα
- Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α. παράγεται ή με απευθείας επίδραση του υδραργύρου στα μέταλλα ή με επίδραση των μετάλλων στα άλατα του υδράργυρου ή και με την ηλεκτρολυτική οδό, όπου όταν έχουμε ως κάθοδο υδράργυρο, είναι δυνατός o σχηματισμός α. με άλατα μετάλλων.
Παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν τα α. για να επαργυρώνουν τους καθρέφτες ή, με πύρωση, τα μεταλλικά αντικείμενα· σήμερα χρησιμοποιούνται για οδοντιατρικά σφραγίσματα, σε χημικές εργαστηριακές μεθόδους (π.χ. αναγωγικά μέσα) και σε βιομηχανικές χρήσεις (π.χ. στις ηλεκτρολυτικές μεθόδους για παρασκευή του υδροξειδίου του νατρίου ή καυστικής σόδας).
Μία από τις παλαιότερες μεθόδους παραλαβής του χρυσού από τα ορυκτά του συνίσταται στην αμαλγαματοποίηση αυτών των ορυκτών σε περιστρεφόμενα τύμπανα των 2 ή 3 σφαιρών από χάλυβα και στην απόσταξη του αμαλγάματος σε κλιβάνους με λουτρό, που λειτουργούν σε θερμοκρασία άνω των 35 C.
* * *το1. κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα2. συμφυρμός ανόμοιων πραγμάτων, συνονθύλευμα, ανακάτωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amalgame < γαλλ. amalgame < μσν. λατ. amalgama, τ. που χρησιμοποιούσαν κανονικά τον 13ο αιώνα στην ορολογία τής αλχημείας. Σχετικά με την προέλευση και την ετυμολογία τής λ. έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο όρος αποτελεί παραλλαγμένο τ. τού λατ. malagma «μάλαγμα, μαλακωμένο κατάπλασμα ή έμπλαστρο» < ελλην. μάλαγμα (< ρ. μαλάσσω). Κατ' άλλους, ο όρος αμάλγαμα αποτελεί μεταπλασμένο τ. από την προσαρμογή τής λ. μάλαγμα στην αραβική γλώσσα. Άλλοι συσχετίζουν τον όρο αμάλγαμα με τις ελληνικές λέξεις ἅμα «μαζί» + γάμος. Τέλος, υποστηρίζεται και η άποψη ότι η λ. έχει αραβική προέλευση από μια παλαιότερη παραλλαγή τού τ. αμάλγαμα, το algame, που μαρτυρείται το 1611 και προέρχεται < αραβ. al-jamca (αρχ. al-gamca) «σύνδεση, ένωση» (< jamaca «ενώνω»). Ως αντίστοιχος αραβ. όρος τής λ. αμάλγαμα (amalgam), θεωρείται, κατά την ίδια άποψη, ο τ. camalal-jamca «το έργο τής ενώσεως» ή ο τ. al-mojāmca «γαμήλια ένωση». Οπωσδήποτε, η ερμηνεία αυτή προσκρούει στο ότι δεν σώζεται καμία μαρτυρία ή πληροφορία από τους Αραβες συγγραφείς για τη χρήση τών τύπων αυτών ως όρων τής χημείας. Ο ελληνικός όρος αμάλγαμα απαντά για πρώτη φορά το 1856, σε ερμήνευμα λέξεως στο Γαλλοελληνικό-ελληνογαλλικό λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζαντίου.ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλγαμάτωση, αμαλγαμωτικός, αμαλγάμωση, αμαλγατήρας].
Dictionary of Greek. 2013.